- κλειδοφυλάκιον
- κλειδο-φῠλάκιον [ᾰ], τό,A safe for keeping keys, prob.in Supp.Epigr. 4.270 ([place name] Panamara).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλειδοφυλάκιον — κλειδοφυλάκιον, τὸ (Α) [κλειδοφύλαξ]. επιγρ. κιβώτιο στο οποίο φυλάγονταν τα κλειδιά … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek